Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενοχλησις
ἐνόχλησις
ἐν-όχλησις
-εως ἡ
; 1) надоедливость
ex. αἱ σοφιστικαὴ ἐνοχλήσεις Arst. — нудные софистические рассуждения
; 2) неприятное чувство, беспокойство
ex. (ἐ. λύπη στενοχοροῦσά ἐστιν Diog.L.)