Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ελυτρον
ἔλυτρον
τό
; 1) футляр, чехол
ex. (τοῦ δόρατος Arph.; τῶν ἀσπίδων Diod.; λυχνίων ἀργυρῶν Plut.)
; 2) оболочка, покров
ex. (τὰ ὄμματα ἔχει ὥσπερ ἔ. τὰ βλέφαρα Arst.; τὸ ἔξω ἔ. Plat.)
; 3) поэт. бренная оболочка, тело
ex. (γαῖα, λαβ΄ Ἀδμήτου ἔ. Luc.)
; 4) вместилище
ex. ἔ. τοῦ ὕδατος или τῶν ὑδάτων Her. — водоем, бассейн
; 5) зоол. надкрылье
ex. (τὰ κολεόπτερα ἐν ἐλύτρῳ ἔχει τὰ πτερά Arst.)