Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυγκαιω
ξυγκαίω
συγ-καίω
атт. συγκάω (ᾱ) (fut. συγκαύσω)
; 1) вместе или сразу сжигать
ex. (τὰ ἐπι γῆς Plat.)
; 2) воспламенять
ex. ὁ συγκαυθεὴς ἀήρ Plat. — раскаленный воздух
; 3) обмораживать
ex. (χειμῶνος συγκεκαυμένος Diog.L.)