Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διελαυνω
διελαύνω
δι-ελαύνω
(aor. διήλασα, pf. διελήλακα)
; 1) гнать через (что-л.), перегонять
ex. (ἵππους τάφροιο Hom.)
; 2) вбивать, вонзать
ex. (ἔγχος λαπάρης Hom.; ξύλον μέχρι τοῦ τραχήλου Her.)
; 3) пронзать
ex. (τινὰ λόγχῃ διὰ τῶν πλευρῶν Plat.; τινὰ δορατίῳ Luc.)
; 4) мчаться мимо
ex. (εἶδον τὸν Κλέαρχον διελαύνοντα Xen.)
; 5) стремительно проходить
ex. (ὄρη HH.; ὁπόσην ὁδόν Xen.)
; 6) пробиваться, прорываться
ex. (κατὰ τοὺς Ἕλληνας πελταστάς Xen.)
; 7) приводить
ex. ἥδε σ΄ ἡμέρα διήλασεν ἠλευθερῶσθαι Eur. — этот день дал тебе свободу