Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρεξειμι
παρέξειμι
παρ-έξειμι (inf. παρεξιέναι - поэт. παρεξίμεν; 3 л. pl. praes. ind. παρεξίασι)
; 1) проходить мимо (παρὰ τὴν οἰκίαν Plut.); миновать (πόλιν καὶ λίμνην Her.):
τοιαῦτα τὰ λεγόμενα π. Plat. обойти молчанием данный вопрос;
; 2) обходить, преступать, нарушать (τὰν Διὸς ἁρμονίαν Aesch.; ψῆφον τυράννων Soph.).