Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αυτοσχεδιη
αὐτοσχεδίη
αὐτο-σχεδίη
ἡ
; 1) импровизация
ex. (ἐξ αὐτοσχεδίης ἀείδειν HH.)
; 2) (sc. μάχη) рукопашная схватка
ex. (αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖρας Hom.)
αὐτοσχεδίην (sc. πληγήν) τινὰ πλήσσειν Hom. — нанести кому-л. удар в упор