Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρεξερχομαι
παρεξέρχομαι
παρ-εξέρχομαι (aor. παρεξῆλθον)
; 1) проходить, проезжать мимо (τινα Her.; παρά τι Plut.):
παρεξελθεῖν πεδίοιο Hom. проехать мимо по долине;
ῥεῖα παρεξελθοῦσα Hom. незаметно прошедшая мимо;
; 2) перен. обходить, отклоняться (παρελθεῖν τῆς ἀληθείας τι Plat.);
; 3) преступать, нарушать (νόον Διός Hom.; δίκην Soph.).