Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διολισθαινω
διολισθαίνω
δι-ολισθαίνω
атт. διολισθάνω (impf. διωλίσθανον, aor. 2 διώλισθον)
; 1) скользя проходить, скользить
ex. (ἡ ναῦς διολισθαίνουσα ἐπ΄ ἄκρων τῶν κυμάτων Luc.)
; 2) ускользать, убегать
ex. (τινά Arph., Plat.; φόβους καὴ κινδύνους Polyb.; δ. καὴ ὑποφεύγειν τι Plut.)
; 3) соскальзывать
ex. τέν γλῶτταν διολισθαίνων Luc. — с заплетающимся языком