Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διασπουδαζω
διασπουδάζω
δια-σπουδάζω
тж. med. прилагать усилия, стараться, хлопотать (med. μέ ποιεῖν τι Dem.)
ex. τί μάλιστα ἐν ἅπασι διεσπούδασται τοῖς νόμοις ; Dem. — что было предметом наибольших забот всего законодательства?