Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ευπατριδαι
εὐπατρίδαι
-ῶν οἱ
; 1) эвпатриды, родовая знать (высшее из трёх афинских сословий)
ex. (ἀποκρίνας χωρὴς εὐπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς, sc. Θησεύς Arst. ap. Plut.)
; 2) (в Риме = patres или patricii) патриции Plut.