Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πολυπλοκος
πολύπλοκος
πολύ-πλοκος
adj.=2 2
; 1) извитой, изгибающийся, клубящийся
ex. (σπεῖραι, sc. τοῦ δράκοντος Eur.)
; 2) запутанный, сложный
ex. (πεσσῶν μορφαί Eur.; ἡ Λακωνικέ τάξις Xen.; φοραί Plut.)
; 3) лукавый, хитрый
ex. (γυνή Arph.; ἔννοιαι Luc.)