Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρεκβαινω
παρεκβαίνω
παρ-εκβαίνω
; 1) уходить в сторону, отступать, отклоняться (περί и ἔκ τινος Arst.; τινός и ἀπό и ἔκ τινος Polyb.; ἡμεῖς δε λέγωμεν ὅθεν παρεξέβημεν Arst.):
μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου Hes. (кто) ни в чем не отступает от справедливости;
; 2) преступать, нарушать (Διὸς σέβας Aesch.; τὸ πολιτείας εἶδος Arst.).