Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συναλλαγμα
συνάλλαγμα
συν-άλλαγμα
-ατος τό
; 1) сношение, отношение
ex. τὰ συναλλάγματα κατὰ συνθήκας Arst. — взаимоотношения, основанные на договорах
; 2) договор, соглашение Arst.
ex. τὰ ἴδια συναλλάγματα Dem. — частные сделки