Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
γεραιρω
γεραίρω
; 1) оказывать уважение, почтительно одарять
ex. (τινὰ ἀγαθοῖσι Hom.)
; 2) радушно угощать
ex. (τινὰ νώτοισιν ὑός Hom.)
; 3) благоговейно чтить
ex. (βωμοὺς ἑορταῖς Pind.; τεθνηκότα ἐναγισμοῖς Plut.)
; 4) прославлять
ex. (ματρόπολιν Pind.; τινὰ ὡς κρείττονα Plut.)
; 5) награждать
ex. (δώροις καὴ πάσαις τιμαῖς Xen.)
; 6) украшать, радовать
ex. (χοροὴ ἐγέραιρον οἴκους Eur.)
; 7) праздновать, справлять
ex. (τὰ θεοίνια τῷ Διονύσῳ Dem.)