Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιερχομαι
περιέρχομαι
περι-έρχομαι (fut. περιελεύσομαι, aor. 2 περιῆλθον, pf. περιελήλυθα)
; 1) ходить вокруг, обходить (τὴν ἀγοράν Dem.; κατὰ τὴν ἀγοράν Arph.; τὰς οἰκίας NT);
; 2) проходить (ἀπέραντον ὁδόν Plat.; στάδια χίλια Arph.);
; 3) доходить, достигать:
τὸν περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖ᾽ιν Hom. до него донесся топот ног;
Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Hom. вино ударило Киклопу в голову;
; 4) окружать (τοὺς πολεμίους Plut.);
; 5) перен. обходить, перехитрять (τινα σοφίῃ Her.; τινα ἀπάτης καὶ ὅρκων Plut.);
; 6) (вновь) приходить, переходить, возвращаться (αὖτις ἐς τυραννίδας Her.):
ἡ ἡγεμονίη περιῆλθε ἐς τὸ γένος τοῦ Κροίσου Her. власть перешла к роду Креза;
ἐς φθίσιν περιῆλθε ἡ νοῦσος Her. болезнь перешла в чахотку;
; 7) захватывать, постигать (Πανιώνιον οὕτω περιῆλθε ἡ τίσις Her.);
; 8) (о времени) проходить, протекать (ἐπεὶ δὲ περιῆλθεν ὁ ἑνιαυτός Xen.).