Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παρεκτρεπω
παρεκτρέπω
παρ-εκτρέπω
отводить в сторону, отклонять
(ὀχετόν
Eur.
):
εἰς ἄπρακτα πένθη παρεκτρέπεσθαι
Plut.
предаться безысходной печали.