Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βρυω
βρύω
; 1) цвести, расцветать
ex. (ἄνθεϊ λευκῷ Hom.; μίλακι καλλικάρπῳ Eur.; χωρος βρύων δάφνης, ἀμπέλου Soph.; ἄνθος βρύει Luc.)
ὅταν ἡ γῆ βρύῃ Xen. — когда земля покроется растительностью
; 2) изобиловать, кишеть
ex. (ἀγαθοῖσι Aesch.; μελίτταις καὴ προβάτοις καὴ στεμφύλοις Arph.; φυτοῦς καὴ ζῴοις Arst.)
; 3) бурлить, кипеть
ex. (παμμάχῳ θράσει Aesch.)
νόσου β. Aesch. — томиться недугом
; 4) изливать, струить
ex. (ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς τὸ γλυκὺ καὴ τὸ πικρόν NT.)
; 5) взращивать
ex. (ῥόδα Anacr.)