Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκκωφοω
ἐκκωφόω...
ἐκκωφέω, ἐκκωφόω
только pf.
; 1) оглушать
ex. (τὰ ὦτά τινος Plat.)
τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. — ты своим криком оглушил Афины;
τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. — ты оглох
; 2) ошеломлять
ex. (φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.)
; 3) притуплять
ex. (εἰς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur.)