Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ὑποστορέννυμι
ὑποστορέννῡμι
ὑπο-στορέννῡμι и ὑποστόρνῡμι тж. med. подстилать (τὰς εὐνὰς μαλακῶς ὑποστόρνυσθαι Xen.):
ὑποστορέσαι δέμνια Hom. приготовить постель;
ὑποστορέσασθαι τῆς ὀριγάνου Arph. устроить подстилку из цветов душицы - см. тж. ὑποστρώννυμι.