Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπηγνυμι
ἐμπήγνυμι
ἐμ-πήγνῡμι
дор. ἐμπάγνῡμι (fut. ἐμπέξω, aor. ἐνέπηξα - дор. ἐνέπαξα, pf. ἐμπέπηγα; pass.: fut. ἐμπαγήσομαι, aor. 2 ἐνεπάγην)
; 1) втыкать, всаживать, вколачивать, вбивать
ex. (κάρφος εἰς τέν γῆν Arst.; χαλκοῦν ἧλόν τινι Plut.)
; 2) вонзать
ex. (δόρυ μεταφρένῳ Hom. - in tmesi; τὰς ὄνυχας Arst.; ὀδόντα εἴς τινα Anth.; ἐμπαγῆναι δι΄ ὀστέων Arph. и τοῖς ὀστέοις Plut.)
; 3) наносить
ex. (ἕλκος ὀδυναρὸν καρδίᾳ Pind.)