Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταυλιζομαι
καταυλίζομαι
κατ-αυλίζομαι
(aor. med. κατηυλισάμην и aor. pass. κατηυλίσθην) располагаться на отдых, останавливаться для ночлега
ex. (ἐν τῷ πεδίῳ Xen.; περὴ Φιδήνας Plut.)
καθ΄ ὕπνον καταυλισθείς Soph. — покоящийся во сне, объятый сном