Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θεραπευτης
θεραπευτής
θερᾰπευτής
-οῦ ὁ
; 1) почитатель, поклонник, тж. (священно)служитель
ex. (θεῶν Plat.)
; 2) пекущийся, строгий исполнитель
ex. (ὁσίων τε καὴ ἱερῶν Plat.)
; 3) слуга, прислужник, придворный, член свиты
ex. (Ἄρεως Plat.; οἱ ἀμφί τινα θεραπευταί Xen.)
; 4) ухаживающий, заботящийся
ex. (σώματος Plat.)
θ. τῶν καμνόντων Plat. — ухаживающий за больными или лечащий больных