Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
εγκαταλειμμα
ἐγκατάλειμμα
ἐγ-κατάλειμμα
-ατος
τό
остаток, след
ex. (τοῦ εἰδώλου
Epicur.
ap.
Diog.L.
)
ἐγκαταλείμματα περισωθέντα
Arst.
— сохранившиеся отрывки
шведско-русский словарь
, и язык
латинский словарь
,
чешский словарь
,
грузинский словарь
,
каталог 3d моделей
,