Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επισπαστος
ἐπίσπαστος
adj.=2 2 , эп. ἐπισπαστός adj.=3 3
; 1) стянутый, затянутый
ex. (λῦσαί τινα ἐξ ἐπισπαστῶν βρόχων Eur.)
; 2) навлеченный
ex. μέ πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ Hom. — чтобы как-нибудь не навлечь на себя беды