Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επινεμω
ἐπινέμω
ἐπι-νέμω
; 1) раздавать, разделять, распределять
ex. (σῖτόν τισι Hom.; τέν γῆν καὴ τὰς οἰκήσεις ἴσας Plat.)
σῖτον τραπέζῃ ἐ. Hom. — расставить хлеб на столе;
ἐφ΄ ἑκατέρῳ τὸ μέρος ἑκάτερον ἐ. Plat. — обе части разместить по обе стороны
; 2) пасти на чужой земле
ex. (βοσκήματα Plat.; διὰ τοῦ χωρίου Dem.)
; 3) med. пастись на чужой земле
ex. (παρὰ τὸν ποταμόν Arst.)
; 4) med.-pass. кормиться (чьими-л.) объедками
ex. (ὁ σάργος ἐπινέμεται τῇ τρίγλῃ Arst.)
; 5) med. обитать, населять
ex. (τὰ λαιὰ τοῦ ποταμοῦ Luc.)
; 6) med. обходить, объезжать
ex. (ἄλλοτε ἄλλην τοῦ οὐρανοῦ χώραν Plut.)
; 7) med.-pass. шириться, распространяться
ex. (τὸ πῦρ ἐπενέμετο τὸ ἄστυ πᾶν Her.; ἐπινεμηθείσης τῆς φλογὸς ἐπὴ πολὺν τόπον Diod.; ἡ νόσος ἐπενείματο τὰς Ἀθήνας Thuc.)
ἐ. τῷ ζήλῳ τινάς Plut. — вызвать соперничество среди кого-л.
; 8) med. наводнять, захватывать
ex. (πᾶσαν τέν θάλασσαν, τέν Γαλατίαν Plut.)