Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λαρος
λαρός
λᾱρός
adj.=2 2
(superl. λαρότατος - эп. λαρώτατος)
; 1) приятный на вкус, лакомый, вкусный
ex. (δεῖπνον, δόρπον, οἶνος Hom.)
; 2) благовонный, душистый
ex. (ἄνθεα Anth.)
; 3) приятный для слуха, ласкающий слух
ex. (ἔπος Anth.)
; 4) красивый, прелестный
ex. (Ἀπόλλων Anth.)