Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταγιγνομαι
καταγίγνομαι
κατα-γίγνομαι
поздн. καταγίνομαι (ῑ) (fut. καταγενήσομαι, aor. 2 κατεγενόμην)
; 1) оставаться, находиться, пребывать
ex. (ἐν χρυσοχοείῳ Dem.)
; 2) быть занятым, заниматься
ex. (ἔν τινι Polyb., Diog.L. и περί τι Sext.)
; 3) падать вниз, скатываться
ex. (εἰς βυθόν Plut.)