Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εισπλοος
εἴσπλοος
εἴσ-πλοος
стяж. εἴσπλους, староатт. ἔσπλοος, стяж. ἔσπλους ὁ
; 1) (о кораблях) прибытие, приход Thuc., Xen. etc.
; 2) тж. pl. место входа кораблей, вход
ex. (τοῦ λιμένος Thuc.; λιμέν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν Plat.)