Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκλαμβανω
ἐκλαμβάνω
ἐκ-λαμβάνω
(fut. ἐκλήψομαι)
; 1) захватывать, брать
ex. (ἐκληψόμενος βίᾳ τοὺς παῖδάς τινος Isocr.)
; 2) брать, перенимать, заимствовать
ex. (τοὺς τῶν Ἀχαιῶν ἐθισμοὺς καὴ νόμους ἐκλαβεῖν Polyb. - ср. 6)
; 3) получать
ex. (ἐν ταῖς συνθήκαις τι παρά τινος Isocr.)
ἐκλαβεῖν τι ἀριστεῖα Soph. — получить что-л. в награду за доблесть;
δίκας ἐκλαβεῖν παρά τινος Plat. — покарать кого-л.
; 4) принимать в себя, поглощать
ex. (τὸ πῦρ εἰς ἑαυτὸ πάντα ἐκλαμβάνει κατὰ τέν ἐκπύρωσιν Plut.)
; 5) воспринимать, усваивать
ex. (τὰς μεγίστας ἰδέας περί τινος Arst.)
; 6) понимать, истолковывать
ex. (τοὺς νόμους οὕτως ὥσπερ ἐγώ Lys. - ср. 2; ἐπὴ τὸ χεῖρόν τι Arst.; τέν αἰτίαν καλῶς Plut.)
; 7) принимать на себя
ex. ἐ. ἐπὴ τέν Ἑλλάδα ἔργα Her. — брать на себя поручения по всей Греции;
ἐκλαβεῖν παρὰ τῆς πόλεως πίνακα γράψαι Plut. — принять от города заказ на картину