Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ηρωικος
ἡρωϊκός
adj.=3 3
; 1) героический
ex. (φῦλον Plat.; ἀρετή Arst.; τάξις Dem.)
κατὰ и περὴ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους Arst. — в героические времена
; 2) воздвигнутый герою
ex. (ἄγαλμα Plut.)
; 3) стих. героический, т.е. гексаметрический,
ex. (στίχος Plat.; μέτρον Arst.)