Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εθνος
ἔθνος
-εος τό
; 1) общество, группа, толпа, часто описательно
ex. Ἀχαιῶν ἔ. Hom. = Ἀχαιοί;
βροτὸν, βρότεον или θνατὸν ἔ. Pind. = βροτοί, ἄνθρωποι;
ἔ. ἀνέρων Pind. = ἄνδρες
; 2) класс, сословие
ex. (ῥαψῳδῶν Xen.; δημιουργικόν Plat.; ἱερέων Arst.)
; 3) пол
ex. (τὸ ἔ. τὸ θῆλυ ἢ τὸ ἄρρεν Xen.)
; 4) племя
ex. (τὰ τῶν Ἑλλήνων ἔθνη Arst.)
; 5) народность, народ
ex. (τὸ Ἑλληνικὸν ἔ. Her.)
; 6) pl. языческие племена, язычники
ex. (οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὴ ἐξ ἐθνῶν NT.)
; 7) род, вид, порода
ex. (θηρίων ἀγρίων ἔθνη Soph.; ἰχθύων ἔ. καὴ τὸ τῶν ὀστρέων Plat.)
; 8) стая, стадо, рой
ex. (ὀρνίθων, μελισσάων Hom.)