Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ενυφαινω
ἐνυφαίνω
ἐν-ῠφαίνω
; 1) (об узорах, изображениях) ткать внутрь, вставлять в ткань
ex. (ἐνυφαίνεσθαι τῷ πέπλῳ Plut.)
ἐνυφασμένος — вотканный (ζῷα θώρηκι Her.; ζῴδια Arst.)
; 2) украшать ткаными узорами
ex. (τέν πορφύραν Men.)