Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εφικνεομαι
ἐφικνέομαι
ἐφ-ικνέομαι
ион. ἐπικνέομαι (aor. 2 ἐφικόμην)
; 1) доходить, достигать
ex. (τῆς ἀρετῆς Isocr.; τοῦ τριηραρχεῖν Dem.; τοῖς ἐγχειριδίοις τὼν πολεμίων Plut.; ἄχρι τινός и εἴς τινα NT.)
ἅμα ἀλλήλων ἐφίκοντο Hom. — оба одновременно напали друг на друга;
ἐφικέσθαι πάντων Dem. — проникнуть всюду;
οὐκ ἦν φθεγγόμενον ἐφικέσθαι Plut. — его невозможно было услышать;
ἐ. τινος τῷ νόμῳ Plut. — получить что-л. на основании закона
; 2) попадать
ex. (πρὸς τὸν σκοπόν Luc.)
; 3) задевать, касаться
ex. (τῷ λόγῳ τῶν κακῶν Dem.)
; 4) (в словах) улавливать, излагать
ex. (ἄριστα καὴ ἀληθέστατά τι Her.; μάλιστα τῶν πραγμάτων ἐφικνούμενος λόγος Plut.)
; 5) поражать, ударять
ex. (ἐφικέσθαι τινός Plat.)
τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι πληγάς Her. — (Ксеркс) приказал нанести Геллеспонту триста ударов бичом
; 6) простираться
ex. (ἐπὴ τοσαύτην γῆν Xen.)
ἐφ΄ ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐφικνεῖται Xen. — насколько простирается человеческая память;
τῇ ἐπιμελείᾳ ἐ. τινος Luc. — простирать свои заботы на что-л.