Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταρρηγνυμι
καταρρήγνυμι
κατα-ρρήγνῡμι
и (только praes.) καταρρηγνύω
; 1) разрывать ex. (ἱμάτια Dem.; τέν ἐσθῆτα Luc.); med. разрывать на себе
ex. (τοὺς κιθῶνας Her.; τοὺς πέπλους Xen.)
; 2) ломать, рушить, разрушать
ex. (τέν γέφυραν Her.; μέλαθρα Eur.)
καταρρηγνύμενοι οἱ κρημνοὴ τοῦ ὀρύγματος Her. — обрушившиеся края рва;
καταρρήγνυσθαι ἐπὴ γῆν Her. — валиться (падать) на землю;
ἡ Αἴγυπτος κατερρηγμένη (v. l. καταρρηγνυμένη) Her. — Египет с рыхлой почвой;
καταρραγείης! Arph. — чтоб ты лопнул!
; 3) разнуздывать, давать волю:
ex. (ἡ ἀναρχία) τροπὰς καταρρήγνυσι Soph. безначалие приводит к бегству (с поля сражения)
; 4) (pass. pf. κατέρρωγα) взрываться, разражаться, хлынуть
ex. χειμῶνα καταρραγῆναι Her. — (рассказывают, что) разразилась гроза;
κρότος κατερράγη Polyb. — раздался шум;
ἐξ ὀμμάτων κατερρώγασι πηγαί Eur. — потоки (слез) хлынули из глаз;
καταρραγεὴς ὄμβρος Arst., Polyb. — хлынувший ливень;
ὁ πόλεμος κατερράγη Arph. — вспыхнула война