Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιμεμφομαι
ἐπιμέμφομαι
ἐπι-μέμφομαι
; 1) быть недовольным, сетовать
ex. (τινος и ἕνεκά τινος Hom., τινι Theocr. и τι Plut., Anth.)
Ἀτρείδη, τέο (= τίνος) δ΄ αὖτ΄ ἐπιμέμφεαι ; Hom. — Атрид, на кого же ты негодуешь?;
ἤ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι ; Hom. — или ты на братьев сердит?;
ἐγὼ ταῦτα ποιήσω ὥστε σὲ καὴ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐ. Her. — я сделаю так, что ни тебе, ни твоему сыну не на что будет жаловаться
; 2) порицать, упрекать
ex. (τινί τι и τινι ἀντί τινος Her., τινά τινος Soph. и τινί τινος Luc.)