Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκριπτω
ἐκρίπτω
ἐκ-ρίπτω
; 1) сбрасывать
ex. (δίφρων ἐκριφθείς Soph.)
; 2) выбрасывать
ex. (τὰ λείψανα τοῦ τεθνηκότος Plut.)
θαλάσσιόν τινα ἐκρίψαι Soph. — бросить кого-л. в море
; 3) изгонять
ex. (εἰς τόπους χαλεποὺς ἐκριφῆναι Plut.)
μεταξὺ λέγων ὑφ΄ ὑμῶν ἐξερρίφη Aeschin. — не дав ему договорить (точнее в середине речи), вы прогнали его
; 4) произносить
ex. (τοιάδ΄ ἔπη Aesch.)