Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βρεμω
βρέμω
тж. med.
; 1) реветь, шуметь, гудеть, бушевать
ex. (κῦμα θαλάσσης βρέμει и βρέμεται Hom.; στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.; νάπαι βρέμονται Arph.)
; 2) бряцать, лязгать
ex. (στρατὸν βρέμων ἐν αἰχμαῖς Aesch.; μυρίοις ὅπλοις Eur.)
; 3) звенеть, звучать
ex. (λύρα βρέμεται Pind.)
; 4) кричать, визжать
ex. (βλαχαὴ τῶν ἐπιμαστιδίων βρέμονται Aesch.)