Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πενης
πένης
I
πένης, ητος (compar. πενέστερος, superl. πενέστατος) бедный, неимущий (ἄνθρωποι Her.; ἀνήρ Soph.; δόμος, σῶμα Eur.):
π. χρημάτων Eur. не имеющий состояния, неимущий.
II
πένης, ητος ὁ бедняк Her., Arph. etc.