Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
περιολισθαινω
περιολισθαίνω
περι-ολισθαίνω и περιολισθάνω
; 1) быть скользким или скользящим (ὑγροὶ καὶ περιολισθαίνοντες ἁρμοί Plut.);
; 2) соскальзывать, выскальзывать Plut.;
; 3) проскальзывать (εἴς τι Plut.).