Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
σκυλευω
σκυλεύω
σκῡλεύω
; 1) снимать (с убитого врага) доспехи
ex. (σ. τοὺς νεκρούς Her., Thuc., Plat.)
σ. τινὰ τεύχεα Hes. или σ. τινὸς τὰ ὅπλα Xen. — снимать с кого-л. оружие
; 2) снимать (вообще)
ex. (τι ἀπὸ τῶν νεκρῶν Her.)
; 3) отнимать
ex. (τὰ ὅπλα τῶν πολεμίων Lys.)
; 4) грабить
ex. (τὰς πόλεις Polyb.)