Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παραθηκη
παραθήκη
παρα-θήκη ἡ
; 1) приложение, добавление (λόγου Plut.);
; 2) вручаемое на хранение, вклад:
παραθήκην τινί τι τιθέναι Her. вверять кому-л. что-л.;
; 3) залог, заложник(и) (τινὰ παραθήκην παρατιθέναι ἔς τινα Her.; παραθήκην φυλάξαι NT).