Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκλυσις
ἔκλυσις
ἔκ-λῠσις
-εως ἡ
; 1) освобождение, избавление
ex. (τινος Trag., Theocr., Anth.)
αἵματος ἔ. Plut. — кровотечение
; 2) расслабленность, изнеможение, бессилие, упадок
ex. (πόλεως ἔ. καὴ μαλακία Dem.; ἔ. καὴ ἀδυναμία ἐκ τῶν ἀφροδισιασμῶν Arst.)