Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διακαρτερεω
διακαρτερέω
δια-καρτερέω
; 1) крепиться, выдерживать до конца, держаться
ex. (ἐς τὸ ἔσχατον Her.; τὸ λειπόμενον μέρος τῆς ἡμέρας Plut.)
δ. ἐν τῇ συμμαχία Xen. — продолжать сохранять верность союзникам;
ἐὰν διακαρτερῶμεν πολεμοῦντες Xen. — если мы будем воевать до конца;
δ. μέ λέγειν τἀληθῆ Arst. — упорно отказываться говорить правду
; 2) терпеливо переносить
ex. (τέν κακοπάθειαν Polyb.)