Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξανδροομαι
ἐξανδρόομαι
ἐξ-ανδρόομαι
; 1) становиться мужем, мужать
ex. ἐξανδρωμένος Her. и ἐξανδρούμενος Eur., Arph. — пришедший в возраст мужа, возмужавший
; 2) превращаться в мужей
ex. λόχος ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος Eur. — отряд мужей, выросших из змеиных зубов