Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιταξις
ἐπίταξις
ἐπί-ταξις
-εως ἡ
; 1) приказание, повеление
ex. (θεῶν Plat.; δεσπότου Arst.)
κατὰ τέν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν Plat. — по собственному усмотрению
; 2) взимание
ex. φόρων ἐπιτάξιες Her. — обложения данью