Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιδιαιρεω
ἐπιδιαιρέω
ἐπι-διαιρέω
(fut. ἐπιδιαιρήσω, aor. 2 ἐπιδιεῖλον) ex. (снова) разделять, распределять (ἑπτὰ μυριάδας Λιβύων Polyb.; στρατιώτας εἰς τέν σατραπίαν Diod.); med. распределять между собой
ex. ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιεις Her. — (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии)