Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμβριθης
ἐμβριθής
ἐμ-βρῑθής
adj.=2 2
; 1) тяжелый, тяжеловесный
ex. (ἐ. καὴ βαρύς Plat.; θυρεοί Plut.)
; 2) густой, плотный
ex. (ἀναθυμίασις Plut.)
; 3) плотный, крепкий
ex. (λίνεα ὅπλα Her.)
; 4) тяжелый, сильный
ex. (πληγή Arst.)
; 5) трудный (sc. ὄνομα Plat.)
; 6) тяжелый, тягостный
ex. (κακόν Aesch.; τῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἐμβριθέστερον Soph.)
; 7) серьезный, основательный
ex. (ἀνήρ, φρόνημα, λογισμοί Plut.)
; 8) надежный, прочный
ex. (φιλία Plut.)