Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ηλιθιος
ἠλίθιος
дор. ἀλίθιος adj.=3 3
(ῐθ, ᾱ)
; 1) безрассудный, глупый, нелепый
ex. (εὐηθίη Her.; ὅστις μέ πιὼν κῶμον φιλεῖ Eur.; βλάψ τε καὴ ἠ. Xen.; θάρρος Plat.; φρένες ἀνδρῶν Plut.)
ἠλιθιώτατος ἁπαξαπάντων Arph. — глупейший из всех
; 2) бесполезный, бесплодный, напрасный
ex. (χόλος Pind.; βέλος Aesch.; ὁδός Theocr.)