Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επεισφρεω
ἐπεισφρέω
ἐπ-εισφρέω
(сверх того, затем или еще) вводить, впускать
ex. (τινὰ τῷ λέχει τινός Eur.; med. τὸν βάρβαρον τῇ Ἑλλάδι Xen. - v. l. ἐπεισφέρω)
ὄφεις ἐπεισέφρηκε τοῖς σπαργάνοισι Eur. — (Гера) послала змей в колыбель (Геракла)