Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
λιμην
λιμήν
λῐμήν
-ένος ὁ (dat. pl. λιμέσι - эп. λιμένεσσι)
; 1) порт, гавань, пристань
ex. (λιμένες - νεῶν ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT.)
; 2) убежище, пристанище
ex. (ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.)
; 3) место сбора, средоточие
ex. (παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.)